δάρμα

δάρμα
Βλ. λ. ντάρμα.
* * *
(I)
το [δέρω]
δαρμός.
————————
(II)
δάρμα, το (Α)
δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δελφικός τ. αντί τού δέρμα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • χιναγιάνα — (κατά λέξη: μικρό όχημα). Το πρώτο από τα βουδιστικά ρεύματα που ιδρύθηκαν μετά τον θάνατο του διδασκάλου: γιάνα στη σανσκριτική σημαίνει όχημα και αυτό είναι το μέσον χάρη στο οποίο ο βουδιστής μπορεί να περάσει τον ποταμό της ζωής και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”